- ολβοδοτήρ
- ὀλβοδοτήρ, -ήρος, ὁ, θηλ. ὀλβοδότειρα (Α)αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. πλουτο-δοτήρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλβοδοτήρων — ὀλβοδοτήρ giver of wealth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολβοδότειρα — ὀλβοδότειρα, ἡ (Α) βλ. ολβοδοτήρ … Dictionary of Greek
όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… … Dictionary of Greek